- εύοχος
- εὔοχος, -ον (Α)1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.)2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οχος (< έχω), πρβλ. δρύ-οχος, ηνί-οχος].
Dictionary of Greek. 2013.